Ο θάνατος των ...

"Πάγωσε το αίμα μου. Ήταν λοιπόν, αυτή η αλήθεια; Ήμασταν περικυκλωμένοι από κάποιους που είχαν χάσει τον εαυτό τους και την αίσθηση της πραγματικότητας; [...]χωρίς να ενδιαφέρονται για την καταστροφή του χωριού, μια καταστροφή που, αν τέντωνες τα αυτιά σου και αφουγκραζόσουν, θα μπορούσες να την ακούσεις να έρχεται από μακριά, να σέρνεται στο χώμα, ύπουλη σα φίδι, ανυπομονώντας να χύσει όλο το δηλητήριό της μέσα στο σώμα μας."

"Το ένστικτό μου μου έλεγε ότι όσα διαδραματίζονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου ήταν μια επιτηδευμένη πορεία προς την ευτυχία. Τα μάτια τους φωτίζονταν από μια μαγική ευφορία, όμως στα σπλάχνα αυτής της ευφορίας μπορούσα να διακρίνω μια βαθιά, πρωτόφαντη θλίψη."

"Θα καταλάβαινα από τα μάτια της αυτό που τώρα μόνο να μαντέψω μπορούσα: ότι ίσως οι άνθρωποι κάποτε κουράζονται και θέλουν να δραπετεύσουν από την ίδια τους τη ζωή."

"Κι όσο βαδίζω κατά μήκος αυτού του φανταστικού δάσους, με τα δέντρα-σκιάχτρα και το κατασκευασμένο χώμα, καταλαβαίνω όλο και πιο καθαρά ότι από τη ζωή μου πέρασαν, πολλές φορές άνθρωποι που μου έκαναν σινιάλο να τους ακολουθήσω, με κάλεσαν να πάω κοντά τους, άνθρωποι με ανοιχτές αγκαλιές και αστραφτερά χαμόγελα, όμως εγώ, ένας τυφλός, προτίμησα να παραμείνω στο σκοτάδι, συντροφιά με την ανυπαρξία και την αρρώστια μου, που ολοένα και γιγαντωνόταν μέσα στο σώμα μου, αλλά και στα σώματα των υπολοίπων, ώσπου μια μέρα οι προσκλήσεις σταμάτησαν και όλοι απομακρύνθηκαν από κοντά μου και κανείς πια δε με προέτρεπε να τον ακολουθήσω σε έναν όμορφο τόπο, και τα σώματα των συνοδοιπόρων μου είχαν ήδη γεμίσει με φριχτές πληγές και η αρρώστια είχε προχωρήσει τόσο, που περιμέναμε μόνο τη μέρα του θανάτου μας. Όμως εγώ ποτέ δεν αποχωρίστηκα αυτή την ελπίδα, ότι πάλι μια μέρα, και ενώ θα έχω βυθιστεί σε μια χωρίς επιστροφή απελπισία, κάποιος θα θελήσει να με σώσει και να με τραβήξει από εκείνον το βούρκο που σαν κακός δαίμονας τρώει τα σωθικά μου. Δεν ξέρω αν θα έρθει ποτέ αυτή η στιγμή ή αν θα περιμένω μάταια τη λύτρωση, όμως αυτή η χαρά της προσμονής, ακόμα και από δω που βρίσκομαι, μέσα από αυτό το σκοτεινό κελί της ύπαρξής μου, με γεμίζει δάκρυα χαράς και, κάθε φορά που υποψιάζομαι ότι μια σκιά περιφέρεται στο χώρο, σηκώνομαι ενθουσιασμένος και είμαι βέβαιος ότι, να, ήρθαν να με σώσουν από τον εαυτό μου, ακόμα ζω. Μα τελευταία νιώθω το σώμα μου βαρύ κι αδύναμο, δεν είμαι πια αυτός που ήμουν, δε με κρατούν τα πόδια μου και η φωνή μου με δυσκολία ακούγεται όταν θελήσω να ψελλίσω μια κουβέντα. Οι σκιές πηγαινοέρχονται, μα καμιά τους δεν προορίζεται για μένα. Κι όμως, σαν ένα ζωηρό μωρό, σημαδεμένο από τις ρυτίδες, τα χρόνια και τους εφιάλτες που πέρασαν από πάνω του, συνεχίζω να περιμένω, ζωντανός ή νεκρός, έναν άνθρωπο που θα με αναγνωρίσει, θα μου απλώσει το χέρι για να αποχωριστώ επιτέλους τη λάσπη αυτού του βάλτου. Κι όσο χάνω την ελπίδα μου, τόσο πεισμώνω, και όσο θυμάμαι ότι είχα μια ζωή και την έχασα μέσα απ' τα χέρια μου, τόσο επιμένω, και όσο σκοτώνομαι και ματώνουν τα ρούχα μου και το πρόσωπό μου, τόσο η καρδιά μου σε περιμένει να έρθεις με μεγαλύτερη ακόμα λαχτάρα, παρθένα μου ζωή. Σ' αυτή την πέτρα θα κάτσω, λοιπόν, να σε περιμένω, πνιγμένος στην ντροπή, στους αιώνες των αιώνων."




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

M Train

Λεβιάθαν ή το μυθικό τέρας που εμφανίζεται τόσο σε θρησκευτικά κείμενα όσο στην τέχνη και στην πολιτική θεωρία

Πρώτο ποστ για το 2020, αυτή τη θεσπέσια χρονιά #not!