Η νόσος του Πορτνόυ

Η μάνα μου ήταν εκείνη που μπορούσε να κάνει τα πάντα, που μόνη της ήταν αναγκασμένη να παραδεχτεί ότι, εδώ που τα λέμε, ήταν υπερβολικά άξια γυναίκα.[...]Ράβει, πλέκει, μαντάρει, σιδερώνει καλύτερα κι απ' τη μαύρη, που μόνον εκείνη της φέρεται σαν άνθρωπος, από όλες τις φιλενάδες της που έχουν η καθεμιά ένα κομμάτι από το τομάρι της χαμογελαστής γριάς νέγρας. "Είμαι η μόνη που της φέρομαι σαν άνθρωπος. Είμαι η μόνη που της δίνει μια ολόκληρη κονσέρβα τόνο για μεσημεριανό και δε μιλάω για σκουπίδια. Μιλάω για Κοτόπουλο-της-Θάλασσας, Άλεξ. Λυπάμαι, αλλά εγώ δεν είμαι σπαγκοραμμένη Με συγχωρείς, αλλά δεν μπορώ να ζω έτσι, ακόμα κι αν κάνουν 49 σεντς τα 2. Η Έστερ Β. αφήνει 25 σεντς σε ψιλά εδώ κι εκεί στο σπίτι και τα μετράει μετά για να δει αν λείπει τίποτα. Ίσως να 'μαι υπερβολικά καλή", μου ψιθυρίζει, ενώ ταυτόχρονα χύνει ζεματιστό νερό στο πιάτο που έφαγε η παραδουλεύτρα, μονάχη σα λεπρή, "αλλά δε θα 'κανα ποτέ κάτι τέτοιο". Μια φορά η Ντόροθυ(η παραδουλεύτρα) έτυχε να γυρίσει στην κουζίνα την ώρα που η μάνα μου στεκόταν πάνω απ' τη βρύση κι έστελνε καταρράκτες νερό στο μαχαίρι και το πιρούνι που είχαν περάσει ανάμεσα από τα χοντρά ροζ χείλια της μαύρης. "Ω ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βγάλεις τη μαγιονέζα από τ' ασημικά Ντόροθυ", λέει η απτόητη μάνα μου- κι έτσι, μου λέει αργότερα, με την ετοιμότητά της, καταφέρνει να μην πληγώσει τα αισθήματα της νέγρας.

Τι από τα δύο θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, αδύνατος ή δυνατός, επιτυχημένος ή αποτυχημένος, άντρας ή ποντίκι;
Απλώς δε θέλω να φάω, απαντώ.
Έτσι η μάνα μου κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα μου μ' ένα μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού στο χέρι. Είναι φτιαγμένο από ανοξείδωτο ατσάλι κι έχει πριονωτά δόντια. Τι απ' τα δύο θέλω να γίνω δυνατός ή αδύνατος, άντρας ή ποντίκι;
Γιατρέ, γιατί, γιατί ω γιατί ω γιατί μια μάνα τραβάει μαχαίρι στον ίδιο της το γιο; Είμαι 6,7 χρονών, που να ξέρω ότι δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσει στ' αλήθεια; Τι πρέπει να κάνω, να δω τη μπλόφα της, σε ηλικία 7 χρόνων.[...]Κάποιος κραδαίνει ένα μαχαίρι προς το μέρος μου, πιστεύω ότι κάπου παραμονεύει η πρόθεση να χύσει το αίμα μου!Μόνο γιατί; Τι μπορεί να έχει μέσα στο μυαλό της; Πόσο τρελή μπορεί να 'ναι; Ας πούμε ότι με άφηνε να κερδίσω- εκείνη τι θα 'χανε; Γιατί το μαχαίρι, γιατί η απειλή του φόνου, γιατί είναι αναγκαία μια τέτοια ολοκληρωτική και σαρωτική νίκη;[...]Πως μπορεί να ανυψώνεται μαζί μου στην κορυφή της μεγαλοφυΐας μου εκείνες τις όμορφες ώρες του δειλινού μετά το σχολείο, κι έπειτα το βράδυ, επειδή δε θέλω να φάω λίγα φασολάκια και μια βραστή πατάτα, να σημαδεύει την καρδιά μου μ' ένα μαχαίρι του ψωμιού;
Κι ο πατέρας μου γιατί δεν τη σταματάει;

Έχουμε ένα ανέκδοτο στην οικογένεια, ότι όταν ήμουν πολύ μικρούλης γύρισα από το παράθυρο όπου στεκόμουνα και κοίταζα μια καταιγίδα, και ρώτησα με κρυφή ελπίδα: "Μαμά, εμείς πιστεύουμε στο χειμώνα;" Καταλαβαίνετε τι λέω; Με μεγάλωσαν Οττεντότοι και Ζουλού! Δεν μπορούσα καν να σκεφτώ να πιώ ένα ποτήρι γάλα μαζί με το σάντουίτς μου δίχως να προσβάλω ασυγχώρητα τον Παντοδύναμο Θεό. Φανταστείτε λοιπόν τι τραβούσα από τη συνείδησή μου όταν έπαιζα το πουλί μου! Την ενοχή, τους φόβους- τον τρόμο που είχε φωλιάσει στα κόκαλά μου! Υπήρχε τίποτα στον κόσμο τους που να μην ήταν φορτωμένο κινδύνους, να μην έσταζε μικρόβια, να μην ξεχείλιζε καταστροφές; Ω, που ήταν ο δυναμισμός, που ήταν η τόλμη και το κουράγιο; Ποιός γέμισε τους δύστυχους γονιούς μου με τέτοιο τρόμο για τη ζωή;
Γιατρέ, αυτοί οι άνθρωποι είναι απίθανοι! Αυτούς τους ανθρώπους τους βλέπω και δεν πιστεύω στα μάτια μου! Αυτοί οι δύο είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί και συσκευαστές ενοχής της εποχής μας! Τη βγάζουν από πάνω μου σαν το ξίγκι απ' το κοτόπουλο! "Τηλεφώνησε, Άλεξ. Έλα να μας δείς, Άλεξ. Άλεξ, λέγε μας τα νέα σου. Μη φύγεις δίχως να μας το πείς, σε παρακαλώ, όχι πάλι τα ίδια. Την άλλη φορά που έφυγες δίχως να μας το πείς, ο πατέρας σου ήταν έτοιμος να πάει στην αστυνομία. Ξέρεις πόσες φορές τη μέρα τηλεφώναγε και κανένας δεν το σήκωνε; Μάντεψε, πόσες;" "Μητέρα", την πληροφορώ μέσα από τα δόντια μου, "αν πεθάνω, θα μυρίσουν το πτώμα μέσα σε 72 ώρες, σε διαβεβαιώνω!" "Μη μιλάς έτσι! Ο Θεός να φυλάει!" ξεφωνίζει. Ω και τώρα έρχεται το καλύτερο, εκείνο που σίγουρα θα κάνει τη δουλειά. Κι ωστόσο πως μπορούσα να μην το περιμένω; Μπορώ να ζητήσω τ' αδύνατα από τη μητέρα μου; "Άλεξ, είναι τόσο απλό να σηκώσεις το ακουστικό- πόσον καιρό θα ζήσουμε ακόμα για να σ' ενοχλούμε;"
Μια φορά το μήνα ο πατέρας μου μ' έπαιρνε μαζί του στο εβραϊκό χαμάμ, για να προσπαθήσει εκεί να γκρεμίσει- με τον ατμό, κι ένα μασάζ κι ένα βαθύ ύπνο- την πυραμίδα από χολή που είχε χτίσει μέσα του με τη δουλειά των προηγούμενων εβδομάδων. Τα ρούχα μας τα κλειδώνουμε στον κοιτώνα στον πάνω όροφο. Σε σειρές από σιδερένια ράντζα κάθετα στα ντουλάπια, οι άντρες που έχουν κιόλας τελειώσει την πρώτη φάση της μυσταγωγίας είναι ξαπλωμένοι κάτω από άσπρα σεντόνια σαν τα θύματα μιας φοβερής καταστροφής. Αν δεν ακουγόταν κάπου κάπου ο ξαφνικός κεραυνός μιας πορδής ή τα ροχαλητά που ξεσπάνε σπασμωδικά γύρω μου σα ριπές οπλοπολυβόλου, θα πίστευα ότι βρισκόμαστε σε νεκροτομείο και για κάποιο αλλόκοτο λόγο γδυνόμαστε μπροστά στους νεκρούς. Δεν κοιτάζω τα κορμιά, αλλά σαν τρομοκρατημένο ποντίκι χοροπηδάω στην άκρη των δαχτύλων μου προσπαθώντας να βγάλω τα πόδια μου από το σώβρακό μου, πριν προλάβει να δεί κανείς μέσα, όπου προς μεγάλη μου λύπη, έκπληξη και ταπείνωση, πάντα ανακαλύπτω στην τελευταία ραφή, μια χλωμή, κατσαρή πινελιά σκατό. Ω, γιατρέ, σκουπίζομαι και σκουπίζομαι, κάνω τόση ώρα να σκουπιστώ όση και να χέσω, ίσως και περισσότερη. Ξοδεύω το χαρτί της τουαλέτας σα να φύτρωνε στα δέντρα- έτσι λέει με ζήλια ο πατέρας μου- σκουπίζομαι μέχρι που η τρυπούλα μου γίνεται κόκκινη σαν παπαρούνα. Κι ωστόσο, όσο κι αν θέλω να ευχαριστήσω τη μάνα μου ρίχνοντας κάθε βράδυ στ' άπλυτά της ένα σώβρακο που μόνο την κωλοτρυπίδα ενός αγγέλου θα μπορούσε νά 'χει αγγίξει, ξεφορτώνομαι αντί γι' αυτό το βρωμερό σλιπάκι ενός αγοριού[...]Τη στιγμή που ανοίγει την πόρτα, το μέρος μου μιλάει για προϊστορικές εποχές, ακόμα παλιότερες κι από τη εποχή των ανθρώπων των σπηλαίων και των λιμναίων οικισμών που έμαθα στο σχολείο, για μια εποχή που, πάνω από το αχνιστό έλος που ήταν η γη, στροβιλίζονται λευκά αέρια κι έπνιγαν το φως του ήλιου, κι οι αιώνες περνούσαν ενώ ο πλανήτης στέγνωνε για να δεχτεί τον Άνθρωπο. Χάνω αμέσως κάθε επαφή με το κωλογλείφτικο αγοράκι που τρέχει σπίτι μετά το σχόλασμα με τα δεκάρια στο χέρι, το μικρό αθώο σπασικλάκι που ψάχνει αδιάκοπα το κλειδί για κείνο το απύθμενο μυστήριο, την επιδοκιμασία της μάνας του, και βυθίζομαι σε μια λασπερή, νερουλιάρικη εποχή, πριν υπάρξουν οικογένειες όπως τις ξέρουμε, πριν υπάρξουν τουαλέτες και τραγωδίες, όπως τις ξέρουμε, μια εποχή αμφίβιων πλασμάτων, τεράστιων βουτηχτών δίχως εγκέφαλο, με υγρά, κρεατωμένα πλευρά κι αχνιστούς κορμούς[...] Μοιάζουν, επιτέλους, ο πατέρας μου κι οι σύντροφοί του στη δυστυχία, σάμπως να ξαναγύρισαν στην κατοικία όπου μπορούν να φερθούν φυσικά.
Όταν εκείνο το ταμπού κατέρρευσε τόσο εύκολα κι απλά, ίσως ολόκληρη η γλιερή, αυτοκαταστροφική, διονυσιακή πλευρά του χαρακτήρα μου ν' απέκτησε αυτοπεποίθηση. Ίσως να έμαθα το μάθημα ότι για να παραβείς το νόμο, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι - να το πάρεις απόφαση και να τον παραβείς! Το μόνο που χρειάζεται είναι να σταματήσεις να τρέμεις και να σειέσαι, να πάψεις να το βρίσκεις αφάνταστο κι ακατόρθωτο: το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το κάνεις! Τι άλλο νόημα, σας ρωτάω, είχαν όλοι εκείνοι οι απαγορευτικοί διαιτητικοί κανόνες και κανονισμοί, τι άλλο παρά να μας εξασκήσουν εμάς τα μικρά εβραιόπουλα στην καταπίεση και την υποταγή. Εξασκήσου, αγάπη μου, εξασκήσου, εξασκήσου, εξασκήσου. Η αναστολή δε φυτρώνει στα δέντρα ξέρεις, - χρειάζεται υπομονή, χρειάζεται συγκέντρωση, χρειάζονται γονιοί αφοσιωμένοι κι έτοιμοι γι' αυτοθυσία, κι ένα παιδάκι προσεχτικό κι επιμελές για να δημιουργήσεις μέσα σε μερικά μόνο χρόνια ένα πραγματικά καταπιεσμένο κι αποβλακωμένο ανθρώπινο ον. Για ποιόν άλλο λόγο το σαπούνι και το αλάτι κασέρ; Για ποιόν άλλο λόγο, σας ρωτάω, παρά για να μας θυμίζει τρείς φορές τη μέρα ότι η ζωή είναι μόνο πιέσεις και περιορισμοί, εκατοντάδες χιλιάδες μικροί κανόνες καθιερωμένοι όχι από κανέναν άλλον παρά από Αυτόν, κανόνες που είτε τους υπακούεις ασυζητητί, όσο ηλίθιοι κι αν σου φαίνονται (διατηρώντας έτσι την εύνοιά Του) ή τους παραβαίνεις, το πιθανότερο στ' όνομα της αγανακτισμένης κοινής λογικής.[...] Και δεν έχει καμιά διαφορά (αυτό το 'χω καταλάβει από την αρχή για τον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό αυτού του Θεού που διευθύνει τον κόσμο) πόσο μεγάλος ή μικρός είναι ο κανόνας που παραβαίνεις: η παράβαση και μόνο είναι που Του ανάβει τα λαμπάκια.
Ναι, σωστός Εβραίος ντεσπεράντο ο πατέρας μου. Αναγνωρίζω απόλυτα το σύνδρομο. Ελάτε κάποιος, οποιοσδήποτε, ανακαλύψτε με και καταδικάστε με - έκανα το πιο τρομερό πράγμα που μπορείτε να σκεφτείτε: πήρα κάτι που δεν έπρεπε να πάρω! Διάλεξα την απόλαυσή μου εις βάρος του καθήκοντός μου απέναντι στους αγαπημένους μου! Σας παρακαλώ, πιάστε με, βάλτε με στα σίδερα, πριν, Θεός φυλάξει, τη γλιτώσω εντελώς - και πάω και ξανακάνω κάτι που να μ' αρέσει!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

M Train

Λεβιάθαν ή το μυθικό τέρας που εμφανίζεται τόσο σε θρησκευτικά κείμενα όσο στην τέχνη και στην πολιτική θεωρία

Πρώτο ποστ για το 2020, αυτή τη θεσπέσια χρονιά #not!